αλάβαστρο

αλάβαστρο
Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα χρώματα ποικίλλουν σε διάταξη σε αισθητό βαθμό και επαναλαμβάνονται· δεσπόζουν το κίτρινο, το λευκό και το καστανό. Αποθέματα ασβεστολιθικού α. υπάρχουν στην Ιταλία και στη βόρεια Αφρική. Όταν οι ζώνες παρουσιάζουν έντονες χρωματικές αντιθέσεις το ορυκτό ονομάζεται όνυχας. Το γυψώδες α. έχει σύνθεση συμπαγή και κηροειδή, με κύρια χρώματα το λευκό και το ρόδινο. Προσφέρεται για τις ίδιες χρήσεις με το ασβεστολιθικό, είναι όμως ευπαθέστερο. Κοιτάσματα βρίσκονται στην Ιταλία (Τοσκάνη κ.ά.). Μια ποικιλία α. με ζωηρά χρώματα, που λέγεται μπαλατίνο, βρίσκεται στη Σικελία. Τέχνη. Στην αρχαία Αίγυπτο και στην κρητομυκηναϊκή τέχνη το α. χρησιμοποιήθηκε πολύ, τόσο για αρχιτεκτονικές επενδύσεις (εσωτερικά των ανακτόρων Κνωσού, Φαιστού κλπ.) όσο και για την κατασκευή αγγείων. Κατά την ελληνιστική περίοδο χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την κατασκευή μικρών αγαλμάτων. Επίσης χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους Ετρούσκους για σαρκοφάγους και υδρίες. Στη ρωμαϊκή εποχή έκαναν χρήση α. για προτομές, αγγεία, λουτήρες, αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις (κίονες) και επενδύσεις, αγάλματα ζώων. Στην παλαιοχριστιανική, βυζαντινή και ρομανική αρχιτεκτονική αντικαθιστούσε συχνά τα τζάμια στα παράθυρα. Κατά τον 14ο, 15ο και 16ο αι. το επεξεργάστηκαν ιδίως στην Αγγλία για επιτύμβια αγάλματα και τυπικά καλύμματα της Αγίας Τράπεζας –που τα αποτελούσαν συνήθως πολλά φατνώματα με θρησκευτικές σκηνές κλεισμένες σε ξύλινα πλαίσια– που ίσως είχαν αποτελέσει αντικείμενο ευρείας εξαγωγής. Στη Γερμανία το α. χρησιμοποιήθηκε τον 15ο αι. για ολόγλυφα αγάλματα. Στην Ιταλία η επεξεργασία του άνθησε στις αρχές του 19ου αι. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ονόμαζαν α. έναν ιδιαίτερο τύπο αγγείου με κωνικό σχήμα, που στρογγύλευε στη βάση, αρκετά διαδεδομένο στη Φοινίκη, στην Κύπρο και αργότερα στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτό φύλασσαν μύρα και αρωματικά έλαια. Για την κατασκευή των α. χρησιμοποιούσαν πολλές φορές, αντί για α., ασήμι, γυαλί και πηλό. Κομψό αλαβάστρινο αγαλματίδιο, δείγμα βαβυλωνιακής τέχνης του 3ου ή 2ου αι. π.Χ. (φωτ. Ιgda). Αχατοειδές δείγμα αλάβαστρου από την Καλιφόρνια. Ασιατικό αλάβαστρο με «φλέβες». Αγαλματίδιο από ανατολικό αλάβαστρο, που ανακαλύφθηκε σε ορεινή περιοχή του Αφγανιστάν.
* * *
το και αλάβαστρος, ο (Α ἀλάβαστρον, το και ἀλάβαστ(ρ)ος ο, η)
λεπτοκοκκώδης έως στιφρή ποικιλία θειικού ασβεστίου (γύψου) και ασβεστίτη
νεοελλ.
κάθε αλαβάστρινο αντικείμενο
αρχ.
σφαιρικό αγγείο χωρίς λαβές για τη φύλαξη αρωμάτων, συνήθως κατασκευασμένο από αλάβαστρο
είναι πλατύ στη βάση και στενό στο στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλάβαστος τής αρχαίας προήλθε πιθ. από το αιγυπτιακό *'αlabaste «αγγείο τής θεάς Μπάστ (= Βουβάστεως)». Ο τ. ἀλάβαστρος (ο) είναι νεώτερος αναλογικός σχηματισμός κατά τα ουσ. σε -τρος (πρβλ. ἤλεκτρος, πέτρος κ.τ.ό.). Νεώτερος είναι επίσης ο τ. ἀλάβαστρον (το), που απαντά σε επιγραφή τής Δήλου (3ος π.Χ. αιώνας) και στον Θεόκριτο. Κι ο τύπος αυτός σχηματίστηκε αναλογικά προς τα πολλά ουσ. σε -τρον που δήλωναν μέσο, εργαλείο, όργανο (πρβλ. ἄροτρον, βάκτρον, μάκτρον, πλῆκτρον κ.λπ.).
ΠΑΡ. ἀλαβαστρίνη, ἀλαβάστρινος, ἀλαβαστρίτης, ἀλαβαστρών
νεοελλ.
αλαβαστρένιος.
ΣΥΝΘ. αλαβαστροειδής
αρχ.
ἀλαβαστοθήκη, ἀλαβαστ(ρ)οφόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλάβαστρο — αλάβαστρο, το και αλάβαστρος, ο πέτρα λευκή μισοδιάφανη από την οποία φτιάχνουν κυρίως μυροδοχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαβάστρινος — η, ο (Α ἀλαβάστρινος, η, ον) [ἀλάβαστρο(ν)] ο κατασκευασμένος από αλάβαστρο νεοελλ. ο όμοιος με αλάβαστρο, λείος και λαμπερός …   Dictionary of Greek

  • αλαβαστροειδής — ές (Α ἀλαβαστροειδής) 1. ο όμοιος με αλάβαστρο 2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρο(ν) + ειδής < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λάρνακας (Κύπρου), Επαρχιακό — Η συλλογή του μουσείου (Πλατεία Καλογραιών, Λάρνακα), που χτίστηκε το 1969 και εκτίθεται με χρονολογική σειρά σε τέσσερις αίθουσες, περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Λάρνακας, η οποία είχε κατοικηθεί πολύ πριν από την ίδρυση της… …   Dictionary of Greek

  • αλαβάστρινος — η, ο 1. φτιαγμένος από αλάβαστρο: Του χάρισαν ένα αλαβάστρινο βάζο. 2. άσπρος και λείος σαν το αλάβαστρο: Είχε ένα λαιμό αλαβάστρινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… …   Dictionary of Greek

  • αλάβαστος — ἀλάβαστος και στρος, ο, η (Α) το αλάβαστρο* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”